- λησμο(νο)βότανο
- τοβοτάνι που φυτρώνει στον Άδη, το τρώνε οι νεκροί και λησμονούν την επίγεια ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.